μύραινα

μύραινα
(muraena). Γένος ψαριών που ζουν στις θερμές θάλασσες. Τα ψάρια αυτά, που ανήκουν στην τάξη των απόδων, δεν έχουν στηθικό πτερύγιο και το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια. Είναι τα πιο επικίνδυνα από τα ψάρια της τάξης αυτής, αν τα προκαλέσει κανείς. Αναζητούν την τροφή τους κρυμμένα σε σπηλιές ή σε σχισμές βράχων, καραδοκώντας με το στόμα μισάνοιχτο. Συχνάζουν στις ακτές και, μερικές φορές, ανεβαίνουν στους ποταμόκολπους. Το κυριότερο είδος του γένους αυτού είναι η μ. των αρχαίων, γνωστή κυρίως με την ονομασία σμέρνα. Η σμέρνα έχει νοστιμότατο κρέας, γι’ αυτό οι αρχαίοι Ρωμαίοι έτρεφαν σμέρνες σε μεγάλες δεξαμενές και τις πρόσφεραν ως εκλεκτό έδεσμα στα συμπόσια τους.
* * *
η (Α μύραινα και σμύραινα)
ψάρι, είδος χελιού, αλλ. σμύρνα ή σμέρνα
νεοελλ.
ζωολ. γένος τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας μυραινίδες, στην οποία ανήκουν 80 περίπου είδη χελιών τών θερμών και τροπικών θαλάσσιων υδάτων και τής οποίας τρία είδη απαντούν και στη Μεσόγειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μύραινα και σμύραινα ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *smr(u)- (που αντιπροσωπεύεται με φωνήεν -υ-, πρβλ. λ. μύλη, μύρμηξ) τής ΙΕ ρίζας *smer(u)- «πάχος, λίπος» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smero, αρχ. ιρλδ. smi[u]r «μυελός») και συνδέονται με: σμύρις «είδος ψαριού» και πιθ. μύρον*. Η άποψη, τέλος, ότι η λ. συνδέεται με τον τ. μῦς προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τον τ. muraena].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μύραινα — μύ̱ραινα , μύραινα sea eel fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύραινα — η είδος ψαριού που μοιάζει με το χέλι, η σμέρνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • мирон — рыба Cyprinus barbus . Объяснение из греч. μύραινα мурена (Мi. ЕW 202; Маценауэр, LF 10, 325; Фасмер, Гр. сл. эт. 130 и сл.) не объясняет знач., даже если предположить народноэтимол. воздействие имени Мирон. Производить название рыбы… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σμέρνα — Ορεινός οικισμός (300 κάτ., υψόμ. 650 μ.), στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15τ. χλμ., 300κάτ.). * * * και σμύρνα, η, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ιοβόλου ψαριού τών θερμών θαλασσών Μuraena helena που… …   Dictionary of Greek

  • μυραίνας — μῡραίνᾱς , μύραινα sea eel fem acc pl μῡραίνᾱς , μύραινα sea eel fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύραιν' — μύ̱ραινα , μύραινα sea eel fem nom/voc sg μύ̱ραιναι , μύραινα sea eel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мурена — морская рыба Мurаеnа . Книжное заимствование, вероятно, через нем. Мuräne из лат. muraena от греч. μύραινα – то же, μῦρος вид морского угря, самец мурены ; см. Махек, ZfslPh 18, 55 и сл.; Гофман, Gr. Wb. 208 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • мюрона — МЮРОН|А (3*), Ы с. μύραινα Название морской рыбы, мурена: ѥхидна зми˫а. лютѣищи в гадѣхъ. зоветь свистомь. мѡрьскую мюрѡну. (τῆς... μυραίνης) МПр XIV, 34; Ѥсть же ѹбо ина рыба зовема˫а мюрома [в др. сп. мюрона] неч(с)та ѥсть дѣиство(м) и зѣло… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • murena — ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Morena, pez del orden ápodos de cuerpo alargado y que es muy voraz. * * * murena (del lat. «muraena») f. *Morena (pez). * * * murena. (Del lat. muraena, y este del gr. μύραινα). f. morena1. * * * ► …   Enciclopedia Universal

  • COROCOTTA — apud Iul. Capitolin. in Antonino Pie, c. 10. Edita munera, in quibus elephantos et corocottas, et strepsicerotas et crocodilos etiam atque hippopotamos, et omnia ex toto orbe terrarum, cum tigridibus, exhibuit: animal est, de quo Plinium consule …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”